«ζ-η-θ ο ξένος» που δεν ήρθε ποτέ

 

«ζ-η-θ ο ξένος» που δεν ήρθε ποτέ

μια κριτική για την αποτυχία της δραματοποίησης του Ομήρου

Ζ-Η-Θ, Ο ΞΕΝΟΣ του Ομήρου :: TicketServices.gr 

Η παράσταση ζ-η-θ ο ξένος σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού επιχείρησε να δραματοποιήσει τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας. Το εγχείρημα αυτό ανέδειξε, με τρόπο εύγλωττο, την ιδιαιτερότητα των ομηρικών επών: οι αρχαίοι, που δεν τα μετέφεραν ποτέ αυτούσια στο θέατρο, φαίνεται πως γνώριζαν τις δυσκολίες μιας τέτοιας μεταγραφής.

Σε μια εποχή όπου η αφήγηση βρίσκεται σε κρίση – όπως υπογραμμίζει και ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του Η κρίση της αφήγησης – το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο εμφανές. Ο Χαν σημειώνει ότι η σύγχρονη εμπειρία έχει κατακερματιστεί σε μεμονωμένα, βραχύβια επεισόδια, που στερούνται αρχής, μέσης και τέλους. Η αφήγηση, που άλλοτε προσέφερε δομή, νόημα και συνέχεια, καταρρέει μέσα σε έναν καταιγισμό αποσπασματικών εικόνων και πληροφοριών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δραματοποίηση των ομηρικών ραψωδιών απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη συνοχή και δραματουργική ακρίβεια – στοιχεία που, δυστυχώς, δεν βρέθηκαν στην παράσταση. Αντίθετα, η σύνθεση φάνηκε ασύνδετη, με ρυθμό που συχνά επιβραδυνόταν υπερβολικά.

Ιδιαίτερη αμηχανία προκάλεσε η επιλογή να προβάλλεται το κείμενο της ραψωδίας σε οθόνη, ενώ παράλληλα οι ηθοποιοί περιέγραφαν στη σκηνή ακριβώς αυτό που ήταν ήδη ορατό στο κοινό. Η αισθητική και λειτουργική χρησιμότητα αυτού του διπλασιασμού δεν κατέστη σαφής – άφηνε μάλλον την εντύπωση είτε διευκόλυνσης για «όσους δεν καταλαβαίνουν», είτε υποκατάστασης της ίδιας της θεατρικής πράξης.

ζ, η, θ Ο ξένος», Οδύσσεια, Μ. Μαρμαρινός: μια εμπνευσμένη στιγμή στην  Επίδαυρο (της Όλγας Σελλά) – ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ  ΤΕΧΝΕΣ 

Οι ερμηνείες στο μεγαλύτερο μέρος τους έμοιαζαν υποτονικές. Ο Οδυσσέας στο τέλος ξεχώρισε ως η μόνη έντονη σκηνική παρουσία, παρότι η ερμηνεία του ήταν υπερβολική, είχε στοιχεία μανιερισμού και ομφαλοσκόπησης. Επιπλέον, στηρίχθηκε στην ευκολία της οργής, σε αντίθεση με τον νοσταλγικό και πληγωμένο Οδυσσέα της ραψωδίας, κι αυτό δημιούργησε απόσταση από τον ομηρικό ήρωα. Ενδιαφέρον είχε και η ερμηνεία του Δημόδοκου, αλλά χωρίς μια σκηνική αντίστιξη, το εύρημα δεν μπόρεσε να αναδειχθεί πλήρως.

Το κεντρικό μοτίβο του «ξένου» δεν αναπτύχθηκε ουσιαστικά. Στη θέση του εμφανίστηκε ένα μωσαϊκό τεχνικών που έχουμε ξαναδεί πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες. Παρωχημένες πια, και ειδικά όταν εκτελούνται χωρίς βάθος και χωρίς ενέργεια, άφησαν την αίσθηση επανάληψης και κόπωσης. Τα χειλόφωνα, αντί να λειτουργήσουν ως εργαλείο αποδόμησης, θύμιζαν περισσότερο ένα τηλεοπτικό σόου, αποσπώντας την προσοχή αντί να τη συγκεντρώνουν. Τα χειλόφωνα και τα μικρόφωνα που καθιερώθηκαν την τελευταία δεκαετία, μόνο για την ευκολία των ηθοποιών και χωρίς δραματουργικό υπόβαθμο, ευθύνονται κατά πολύ για την προβληματική ενέργεια των περισσότερων παραστάσεων. Όπως ήδη είχε υπογραμμίσει ο Γκροτόφσκι, η θεατρική πράξη αντλεί τη δύναμή της από την «ενεργειακή παρουσία» του ηθοποιού, την άμεση μετάδοση φωνής και σώματος στον θεατή· κάθε τεχνολογική μεσολάβηση που δεν στηρίζεται σε σαφή δραματουργική αναγκαιότητα διαρρηγνύει αυτήν την ενέργεια. Ο Λέμαν, από την πλευρά του, τόνισε ότι στο μεταδραματικό θέατρο η χρήση των τεχνολογιών αποκτά νόημα μόνο όταν εντάσσεται σε μια συνολική σκηνική στρατηγική. Όταν όμως χρησιμοποιούνται ως ευκολία, χωρίς οργανική σύνδεση, οδηγούν τελικά σε απώλεια επικοινωνίας και αδυναμία απεύθυνσης.

Εδώ αναδεικνύεται ένα ζήτημα που ξεπερνά την παράσταση αυτή καθεαυτή: οι ηθοποιοί σήμερα συχνά εκπαιδεύονται περισσότερο σε τεχνικές εντυπωσιασμού παρά στην απεύθυνση, στο άνοιγμα ενός ζωντανού διαλόγου με το κοινό. Η απουσία αυτής της ουσιαστικής επικοινωνίας γίνεται αισθητή.

Κι όμως, υπήρξαν και στιγμές που άφησαν μια γνήσια καλλιτεχνική εντύπωση: το φεγγάρι πάνω από το θέατρο του δάσους σε μια σπάνια σιωπή, η μάσκα του Δημόδοκου, η σκηνή με τα αθλήματα που αποδόθηκε με καθαρότητα, και κάποιες δυνατές εικόνες με τα τσέλα των μουσικών. Αυτές οι στιγμές απέδειξαν ότι υπήρχε δυναμικό για κάτι περισσότερο.

Συνολικά, η παράσταση έμοιαζε με χαμένη ευκαιρία: αντί να ανοίξει έναν νέο δρόμο προς τον Όμηρο, εγκλωβίστηκε σε έναν αποσπασματικό λόγο χωρίς κέντρο. Ένα πείραμα που, αν και φιλόδοξο, ανέδειξε τελικά περισσότερο τις δυσκολίες του παρά τις δυνατότητές του.

Έμειναν τα θραύσματα λοιπόν, που  δεν έδεσαν ποτέ,  σαν graffiti σε τοίχο που ήδη γκρεμίζεται.
 Κι έτσι, αντί για Οδύσσεια, πήραμε ένα συνονθύλευμα.
Έναν βουβό θόρυβο.
Ένα χαμένο live που δεν βρήκε ποτέ τον ρυθμό του.

Έλενα Σταματοπούλου 


 

 

Comments

Popular posts from this blog

Η Θελεστίνα στο Βασιλικό Θέατρο – Ανώδυνη Φαντασμαγορική Πολιτικολογία ή Αντιπατριαρχική Ματιά;

Όταν χαμήλωσε ο ουρανός του Μιχαήλ Άνθη: Δεν φώναξε. Και γι’ αυτό άκουσα.