Η Θελεστίνα στο Βασιλικό Θέατρο – Ανώδυνη Φαντασμαγορική Πολιτικολογία ή Αντιπατριαρχική Ματιά;

 

Οι πρεμιέρες είναι πάντα μια μάχη. Η παράσταση δεν έχει ακόμα βρει τον παλμό
της, οι ερμηνείες και το κοινό μετριούνται μεταξύ τους, το έργο παλεύει να ανασάνει μέσα στη σκηνική του υπόσταση. Κάπως έτσι ένιωσα βλέποντας την
Θελεστίνα στο Βασιλικό Θέατρο: μια σκηνική σύνθεση που παλινδρομούσε ανάμεσα στην ωμή αλήθεια και την επιτήδευση, ανάμεσα στη σάρκα και τη θεωρία.

Δεν μπορώ να αρνηθώ την εικαστική δύναμη της παράστασης. Ήταν μια αισθητική επίθεση – ένα μανιφέστο που αντλούσε από το γκροτέσκ, το κόμιξ, τη μετα-μπαρόκ υπερβολή. Η σκηνοθεσία είχε καταλάβει καλά πως η Θελεστίνα δεν είναι ένα αθώο έργο. Είναι ένας μηχανισμός αποδόμησης, ένα σημείο έκρηξης ανάμεσα στον έρωτα και την εξουσία, ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και την εμπορευματοποίησή της.

Όμως, η αφήγηση έμοιαζε αποσπασματική, κατακερματισμένη. Η μετάβαση από το γέλιο στον τρόμο ήταν απότομη, η φάρσα δεν οδηγούσε στην τραγωδία, αλλά έπεφτε με βία πάνω της. Υπήρχε μια αίσθηση διαρκούς ρήξης, σαν η ίδια η παράσταση να απέφευγε την εσωτερική της συνοχή. Ο θόρυβος, η υπερφόρτωση εικόνων και η συνεχής εναλλαγή ρυθμών δημιουργούσαν ένα σκηνικό χάος που θύμιζε τον κατακερματισμό της σύγχρονης πραγματικότητας, τον συνεχή βομβαρδισμό πληροφορίας, την αδυναμία να εστιάσουμε, να συνδέσουμε, να κατανοήσουμε πλήρως. Ήταν ένας κόσμος παρακμής, φτήνιας και εμπορίου, ένας κόσμος που αντανακλάται στον δικό μας με σχεδόν σκληρή διαύγεια.

Αρχικά, οι προγραμματισμοί του «πολιτικοποιημένου» μου παρελθόντος με έσπρωξαν στη δυσπιστία. Ένα τέτοιο έργο, σε μια τέτοια αισθητική, σε ένα τέτοιο θέατρο; Pink capitalism, σκέφτηκα. Μια καλογυαλισμένη εκδοχή της ριζοσπαστικότητας που μπορεί να πουληθεί χωρίς να τρομάξει πραγματικά κανέναν. Και έφυγα κουβαλώντας αυτή την οργή μαζί μου.

Το πρωί, όταν ξύπνησα, ήξερα ότι είχα πέσει στην παγίδα μου. Έβλεπα την παράσταση μέσα από το πρίσμα της ιδεολογικής μου προδιάθεσης, αντί να την αφήσω να μιλήσει για τον εαυτό της. Και τότε άρχισα να συνδέομαι.

Η Θελεστίνα δεν είναι ηρωίδα. Είναι ένας μηχανισμός. Ένα πλάσμα που στέκεται ανάμεσα στη δύναμη και την εξαθλίωση, ανάμεσα στο σύστημα και τη διάλυσή του. Είναι η γυναίκα που χειρίζεται το εμπόριο του έρωτα, αλλά δεν ανήκει ούτε στον έρωτα, ούτε στο εμπόριο. Είναι ταυτόχρονα θύμα και διαχειρίστρια της εξουσίας. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το φεμινιστικό βλέμμα της παράστασης: η Θελεστίνα δεν προσφέρει λύτρωση, δεν προσφέρει εξιλέωση, δεν είναι ούτε καταπιεσμένη ούτε σωτήρας. Είναι ο ίδιος ο μηχανισμός της σύγκρουσης, το σημείο όπου ο κόσμος καταρρέει.

Η σκηνοθεσία χρησιμοποίησε αυτό το δίπολο για να δημιουργήσει έναν κόσμο ασφυκτικό, έναν
κόσμο όπου η επιθυμία είναι πάντα εντός των ορίων της εξουσίας. Δεν υπήρχε ρομαντισμός, δεν υπήρχε ελπίδα – υπήρχε μόνο η διαρκής επανάληψη της ίδιας δομής, ένας λαβύρινθος χωρίς διέξοδο. Και εδώ βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες που έφερε στην επιφάνεια η παράσταση:
δεν υπάρχει ρομαντικός έρωτας. Ο ιπποτικός μύθος του έρωτα, ο πλατωνικός πόθος και η εξιδανικευμένη αφοσίωση δεν είναι απλώς κατασκευές, αλλά πατριαρχικές δομές που συντηρούν ιεραρχίες και εξουσιαστικές σχέσεις. Η ωμότητα της επιθυμίας, της εξουσίας και της συναλλαγής στη Θελεστίνα τις απογυμνώνει, εκθέτοντας την πραγματική φύση των ερωτικών και κοινωνικών σχέσεων. Και αν το κοινό αισθάνθηκε άβολα με αυτή την αποκάλυψη, ίσως αυτό σημαίνει πως η παράσταση άγγιξε κάτι πολύ βαθύτερο.

 Και μέσα σε όλο αυτό το σύμπαν, υπήρχε ένα πρόβλημα: μεγάλο μέρος του κειμένου δεν έφτανε στο κοινό. Οι λέξεις, ενώ ήταν φορτισμένες, πολλές φορές χάνονταν μέσα στον όγκο της σκηνικής πληροφορίας, σαν να προσπαθούσαν να διεκδικήσουν χώρο μέσα σε έναν ήδη υπερφορτωμένο ηχητικό και εικαστικό καμβά. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το στοίχημα αυτής της παράστασης: απαιτεί από τον θεατή να αφουγκραστεί πέρα από τις λέξεις, να αναζητήσει το νόημα μέσα στη φόρμα, μέσα στον θόρυβο, μέσα στην ίδια την αισθητική της υπερφόρτωσης.

Στο τέλος, κατάλαβα ότι η δική μου αρχική αντίδραση ήταν μέρος της ίδιας της εμπειρίας της παράστασης. Η Θελεστίνα σε πετάει έξω από τη ζώνη ασφαλείας σου. Δεν σου επιτρέπει να σταθείς απέναντί της και να την κρίνεις με άνεση. Σε υποχρεώνει να συγκρουστείς μαζί της, να αντέξεις το βάρος της, να δεις το είδωλό σου μέσα σε αυτήν. Και αν αντιστέκεσαι, ίσως αυτό σημαίνει ότι το θέατρο έκανε σωστά τη δουλειά του.

Ανώδυνη φαντασμαγορική πολιτικολογία ή αντιπατριαρχική ματιά; Νομίζω πως για να δώσω μια οριστική απάντηση, θα πρέπει να επιστρέψω στην παράσταση όταν θα έχει ωριμάσει. Και τότε, να δω αν η Θελεστίνα θα συνεχίσει να με προκαλεί, ή αν θα μετατραπεί σε μια ακόμα αναλώσιμη θεατρική στιγμή.


Έλενα Σταματοπούλου

 

Comments

Popular posts from this blog

Όταν χαμήλωσε ο ουρανός του Μιχαήλ Άνθη: Δεν φώναξε. Και γι’ αυτό άκουσα.

Οι Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ ή πολιτική αλληγορία της επιτελεσμένης κενότητας