«Άγουρα Κεράσια του Μιχαήλ Άνθη: Η αδιαμεσολάβητη δύναμη της ζωντανής σκηνής»


 

Δεν πήγα στην παράσταση γιατί ήξερα το έργο. Δεν ήξερα καν την υπόθεση. Πήγα γιατί είδα δύο ονόματα: Κωνσταντίνος Καζάκος και Τάνια Τρύπη. Δεν ήμουν θαυμάστριά τους ποτέ. Αλλά αυτά τα ονόματα, μαζί με του Μανούσου Μανουσάκη, με επέστρεψαν σε άλλη εποχή. Στα νιάτα μου. Τη δεκαετία του ’90.

Την εποχή που είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και ζούσαμε με την πεποίθηση ότι το αύριο θα είναι αξιωματικά καλύτερο από το σήμερα, αρκεί να προσπαθήσουμε. Εκείνα τα χρόνια που οι οικονομικές κρίσεις φάνταζαν παρελθόν και οι πανδημίες, σενάρια για sci-fi ταινίες. Πάντα για μας. Τότε που το μεγαλύτερο πρόβλημα που φαινόταν να μας απασχολεί ήταν αν η Ρέιτσελ θα τα έφτιαχνε με τον Ρος στα "Φιλαράκια". Αυτή η νοσταλγία, τώρα που το σκέφτομαι, με έκανε, με το που είδα αυτά τα δύο ονόματα, να πω: Πάμε.

Και βρέθηκα σε μια αίθουσα που αρχικά με ξένισε. Κάτι στο σκηνικό μου φάνηκε πρόχειρο, σαν να είχε στηθεί βιαστικά. Αλλά από τη στιγμή που άρχισε η παράσταση, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία.

Γιατί το θέατρο είναι σύνδεση.

Δύο άνθρωποι στη σκηνή μπορούν να γεμίσουν το χώρο. Να γεμίσουν εσένα. Η φωνή, η ανάσα, το βλέμμα τους έγιναν η πραγματικότητα του έργου. Η Τάνια Τρύπη και ο Κωνσταντίνος Καζάκος κουβάλησαν όλο το βάρος της ιστορίας, χωρίς τίποτα να μπαίνει ανάμεσα σε αυτούς και σε εμάς. Ούτε μικρόφωνα, ούτε αποστάσεις. Άμεση ενέργεια.

Και υπήρχε κάτι ακόμα. Η μουσική. Ζωντανή. Οργανικά δεμένη. Ήταν εκεί όχι για να συνοδεύσει, αλλά για να ενώσει. Αντίθετα, οι ηχογραφήσεις—αν και λειτουργικές—θα ήθελα να είχαν αποδοθεί ζωντανά. Μια φωνή παρούσα στο χώρο, όπως όλα τα υπόλοιπα.

Το πιο παράξενο; Δεν είχα δει ποτέ κανέναν τους να παίζει θέατρο. Τον Καζάκο, η αλήθεια είναι, δεν τον είχα δει πουθενά. Την Τρύπη, μόνο στο "Άντε Γεια" και στις "Κρυστάλλινες Νύχτες". Δεν είχα προσδοκίες, δεν είχα προηγούμενη εικόνα. Και ίσως γι’ αυτό η εμπειρία ήταν ακόμα πιο δυνατή.

Γιατί ερχόταν από παλιά. Από την εποχή που το θέατρο ήταν άμεσο, φυσικό, αναπνέον. Χωρίς μικρόφωνα να αλλοιώνουν τις φωνές, χωρίς τεχνητούς διαύλους να μεσολαβούν ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή. Μόνο σώματα και λέξεις, απευθείας.


 

Όσο περνούσε η ώρα, η εμπειρία γινόταν πιο έντονη. Το κείμενο ήταν μια ακτινογραφία της αρρώστιας και της υποκρισίας της πατριαρχικής κοινωνίας. Με πολύ καλό ρυθμό και έξυπνο χιούμορ, το οποίο στην αρχή ήταν άφθονο—ένα σχεδόν απελευθερωτικό γέλιο που γέμιζε το χώρο. Αλλά όσο περνούσε η ώρα, έμενε μόνο ο απόηχός του. Ένα αδιόρατο χαμόγελο που πάγωνε στα χείλη.

Βγήκα από την αίθουσα με μια περίεργη αίσθηση. Σαν να είχε μείνει κάτι μέσα μου, σαν μια χορδή που συνεχίζει να δονείται μετά το τελευταίο χτύπημα. Ένα έργο που ξεκίνησε με γέλιο και τελείωσε με μια παγωμένη ανάσα. Και ίσως αυτό να είναι το πιο αληθινό του επίτευγμα.

Μαζί με την αδιαμεσολάβητη ενέργεια της παλιάς εποχής.

Comments

Popular posts from this blog

Η Θελεστίνα στο Βασιλικό Θέατρο – Ανώδυνη Φαντασμαγορική Πολιτικολογία ή Αντιπατριαρχική Ματιά;

Όταν χαμήλωσε ο ουρανός του Μιχαήλ Άνθη: Δεν φώναξε. Και γι’ αυτό άκουσα.

Οι Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ ή πολιτική αλληγορία της επιτελεσμένης κενότητας