Η Γυναίκα με τα Κλειστά Μάτια

 Η Γυναίκα με τα Κλειστά Μάτια

Παραβολή από έναν κόσμο που διαλύθηκε για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Παραβολή για μια πληγή που έκλεισε χωρίς εκδίκηση.


Κάποτε, σε έναν κόσμο όπου τα λόγια είχαν βάρος μεγαλύτερο από πέτρες,
ζούσε μια Γυναίκα που φύλαγε έναν Ναό Φωνής.

Δεν ήταν ναός θεού — ήταν ναός Συνείδησης και Δημιουργίας.
Εκεί μέσα, για χρόνια, είχε θρέψει φλόγες με τραγούδια,
είχε σηκώσει σκεπές με συλλογικά έργα,
είχε φιλοξενήσει καρδιές, οράματα, σιωπές.

Και για αυτό, την αγαπούσαν.
Ή έτσι πίστευε.

Μα ένα βράδυ, σαν να άνοιξε μια σχισμή στην πραγματικότητα,
και μέσα απ’ αυτήν βγήκαν Φωνές με πρόσωπα που γνώριζε.
Άνθρωποι που είχε βοηθήσει.
Ή έτσι πίστευε.

Οι Φωνές τη σημάδεψαν.
Τη λασπώσανε.
Είπαν πως το φως της ήταν ψεύτικο,
πως η ζεστασιά της ήταν έλεγχος.
Πως το έργο της δεν είχε αξία,
κι εκείνη… δεν είχε ποτέ θέση.

Η Γυναίκα έπεσε.
Δεν την έριξαν οι φωνές.
Την έριξε η ίδια η αμφιβολία που γεννήθηκε μέσα της:

“Μήπως είχαν δίκιο;
Μήπως υπερέβην;”



 

Έφυγε απ’ τον Ναό χωρίς ήχο.
Πέρασε μέσα από ερείπια λέξεων,
από σκελετούς φιλίας και παλιά συνθήματα που τώρα έσταζαν φαρμάκι.

Στάθηκε στην ερημιά.
Όχι για να κλάψει.
Για να ξεχάσει τον θόρυβο.
Να θυμηθεί την καθαρή φωνή μέσα της.

Πέρασαν εποχές χωρίς ήλιο.
Και τότε, τον είδε στον δρόμο.

Ο ένας που της είχε τραβήξει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια.
Περπατούσε χωρίς προορισμό.
Χωρίς βλέμμα.
Χωρίς να ξέρει γιατί πόναγε.

Η Γυναίκα τον άγγιξε νοερά στο στήθος.
Όχι για να τον πληγώσει.
Αλλά για να δει τι είχε απομείνει.

Και είδε —
τον εαυτό της.
Έναν παλιό της εαυτό.

Εκείνον που έντυνε τον θυμό με επαναστατικά τσιτάτα.
Εκείνον που βάφτιζε το μίσος “δικαιοσύνη”.
Εκείνον που πίστευε πως αν φωνάξεις πιο δυνατά, έχεις δίκιο.

Είδε τη φωτιά που όταν φούντωνε, έκαιγε όλα τα δίκαια.
Και τρόμαξε.
Όχι από αυτόν.
Από το πόσο κοντά είχε φτάσει κάποτε στο ίδιο σκοτάδι.


Και εμφανίστηκε και πάλι ένας παλιός γνώριμος:
Ο Θυμός.
Με χέρια από λάμες και μάτια υγρά.
Της ψιθύρισε:

«Μπορούμε ακόμα να τους κάψουμε όλους. Ένα σου νεύμα φτάνει.»

Η Γυναίκα όμως δεν ήταν πια εκείνη.
Τον κοίταξε.

«Στάθηκες δίπλα μου όταν όλα γκρεμίζονταν.
Αλλά τώρα είμαι μόνη μου. Και στέκομαι.»

«Δεν είμαι πια θυμός.
Είμαι αυτό που μένει όταν σταματά ο θόρυβος.»


Και τότε γεννήθηκε ο πιο σκληρός λογισμός.
Και τον τόλμησε:

«Γιατί έβγαλα από τον άλλον αυτόν τον εαυτό;
Τόσο σκοτεινό, τόσο βάναυσο.
Ελπίζω να τον είδε.
Ελπίζω να τον τρόμαξε.
Όπως τρόμαξα κι εγώ όταν είδα τον δικό μου.
Γιατί εμένα, αυτός ο καθρέφτης… με λύτρωσε.»



 

Δεν γύρισε στον Ναό.
Δεν χρειαζόταν.

Τον είχε μέσα της.
Και η φωνή της, ήσυχη, σταθερή, καθαρή,
πέρασε κάτω από τη γη,
ανάμεσα σε πέτρες,
και ξύπνησε τις επόμενες.

Όχι για να μιμηθούν.
Αλλά για να σταθούν στη θέση τους.

Και έτσι ολοκληρώθηκε η διαβατήρια τελετή:

Μια πληγή που δεν επουλώθηκε με δίκες,
ούτε με συγγνώμες.
Αλλά με συνείδηση.
Με συμπόνια χωρίς αυταπάτες.
Με επιστροφή στη θέση της.

Η Γυναίκα δεν φώναξε ποτέ ξανά.

Γιατί πλέον,
δεν χρειαζόταν να την ακούσουν οι άλλοι.
Άκουγε η ίδια τη φωνή της και τη σιωπή της — και ήταν αρκετό.

Και τότε, μέσα της δεν υπήρχε ούτε μίσος, ούτε έπαρση.
Ούτε ανάγκη να αποδείξει, ούτε λαχτάρα να κρίνει ή να κριθεί.
Μόνο κατανόηση — όχι ως ανοχή, αλλά ως αποδέσμευση.

Και ένα “ευχαριστώ”

προς το μονοπάτι που την πέρασε από
τη μαύρη τρύπα της μοναδικής αλήθειας,
από τον διαχωρισμό της ιδεολογίας,
από το παλιό της σύνθημα που έσχιζε αντί να ενώνει —

και την έφερε πίσω.
Στη θέση της.

Ευθυγραμμισμένη με τον συμπαντικό νόμο της αγάπης,
εκεί όπου το να έχεις δίκιο δεν έχει καμία σημασία
αν δεν συνδέει,
αν δεν θεραπεύει.

                                                                                                        Έλενα Σταματοπούλου

Comments

Popular posts from this blog

Η Θελεστίνα στο Βασιλικό Θέατρο – Ανώδυνη Φαντασμαγορική Πολιτικολογία ή Αντιπατριαρχική Ματιά;

Όταν χαμήλωσε ο ουρανός του Μιχαήλ Άνθη: Δεν φώναξε. Και γι’ αυτό άκουσα.

Οι Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ ή πολιτική αλληγορία της επιτελεσμένης κενότητας